Βραδυαρρυθμίες

Οι βραδυαρρυθμίες είναι καταστάσεις όπου η καρδιακή συχνότητα είναι παθολογικά χαμηλή. Πολλές φορές βέβαια μπορεί να έχουμε φλεβοκομβική βραδυκαρδία και αυτό να είναι απόλυτα φυσιολογικό, όπως πχ στους αθλητές ή κατά τη διάρκεια του ύπνου. Οι παθολογικές περιπτώσεις προκαλούνται από διαταραχές στην παραγωγή των ερεθισμάτων από το φλεβόκομβο ή στην αγωγή των ερεθισμάτων δια μέσου του συστήματος αγωγής. Έτσι οι βραδυαρρυθμίες διακρίνονται στου εξής τύπους:

Φλεβοκομβική δυσλειτουργία (ή νόσος φλεβοκόμβου): Η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζεται και ως νόσος του φλεβοκόμβου και μάλιστα αν συνοδεύεται από συμπτώματα όπως αδυναμία, ζάλη ή συγκοπή τότε μιλάμε για το σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου. Στις περιπτώσεις αυτές ο φυσιολογικός βηματοδότης της καρδιάς, ο φλεβόκομβος, λόγω εκφυλισμού των κυττάρων που τον αποτελούν, κάτι που συνήθως συμβαίνει με την πάροδο της ηλικίας, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη λειτουργία της παραγωγής καρδιακών ερεθισμάτων στην πρέπουσα συχνότητα. Έτσι η καρδιά μπορεί να λειτουργεί με βραδεία συχνότητα πχ 40σφ/λ στην ηρεμία και με ελλιπή άνοδο των σφίξεων στην προσπάθεια. Επίσης μπορεί εν αιθρία να συμβαίνουν καρδιακές παύσεις, δηλαδή σταμάτημα της παραγωγής ερεθισμάτων για διάστημα μερικών δευτερολέπτων που όμως είναι ικανά να προκαλέσουν ζάλη ακόμα και συγκοπή. Και βεβαίως, όταν νοσεί ο φλεβόκομβος, που φυσιολογικά έχει το γενικό πρόσταγμα, τότε στους κόλπους μπορεί να επικρατήσει αναρχία με πολύ συχνή την εμφάνιση κολπικής μαρμαρυγής. Η νόσος του φλεβοκόμβου αν προκαλεί έκδηλα συμπτώματα πρέπει να αντιμετωπίζεται με εμφύτευση μόνιμου βηματοδότη. Πολλές φορές βέβαια η καταστολή του φλεβοκόμβου μπορεί να οφείλεται σε διάφορους φαρμακευτικούς παράγοντες που μπορεί να λαμβάνει κανείς όπως οι β-αποκλειστές, οι ανταγωνιστές των διαύλων ασβεστίου ή άλλα αντιαρρυθμικά φάρμακα. Ακόμη μερικές φορές κολλύρια που χρησιμοποιούνται για το γλαύκωμα μπορεί να δρουν κατασταλτικά στο φλεβόκομβο. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα φάρμακα πρέπει να διακόπτονται, εκτός εάν είναι απολύτως αναγκαία, οπότε αναγκαστικά θα πρέπει να εμφυτεύεται βηματοδότης.

Κολποκοιλιακός αποκλεισμός: Από τη στιγμή που το καρδιακό ερέθισμα φτάσει στον κολποκοιλιακό κόμβο μπορεί να συναντήσει κάποιες δυσκολίες στη συνέχεια της διαδρομής του. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις λέμε ότι έχουμε κολποκοιλιακό αποκλεισμό. Ο κολποκοιλιακός αποκλεισμός διακρίνεται: α) σε πρώτου βαθμού, όπου απλώς έχουμε μια περαιτέρω καθυστέρηση στην κάθοδο του ερεθίσματος στις κοιλίες , β) σε δευτέρου βαθμού όπου έχουμε αποκλεισμό μέρους των φλεβοκομβικών ερεθισμάτων που φυσιολογικά θα κατέβαιναν όλα προς τις κοιλίες και γ) στον τρίτου βαθμού ή πλήρη κολποκοιλιακό αποκλεισμό όπου κανένα ερέθισμα των κόλπων δεν φτάνει στις κοιλίες και την βηματοδότηση των κοιλιών την έχει αναλάβει ένα έκτοπο κοιλιακό κέντρο που όμως λειτουργεί με εξαιρετικά χαμηλή συχνότητα πχ 30 σφ/λ. Ο κολποκοιλιακός αποκλεισμός συνήθως προκαλείται από εκφύλιση του συστήματος αγωγής και εμφανίζεται συνηθέστερα στην μεγάλη ηλικία. Όπως και στην καταστολή του φλεβοκόμβου, έτσι και στις περιπτώσεις των κολποκοιλιακών αποκλεισμών πρέπει να εξετάσουμε αν υπάρχουν φαρμακευτικές επιδράσεις που να προκαλούν ή να επιτείνουν το φαινόμενο. Αν δεν υπάρχουν τέτοιες επιδράσεις, και ο κολποκοιλιακός αποκλεισμός θέτει σε κίνδυνο την ομαλή καρδιακή λειτουργία πρέπει να αντιμετωπίζεται με εμφύτευση βηματοδότη.

2018-06-27T22:13:11+00:00