Κολπική ταχυκαρδία

Τι είναι;

Η κολπική ταχυκαρδία είναι ένα είδος υπερκοιλιακης ταχυκαρδίας πού προέρχεται, έχει την εστία της, σε κάποιον από τους δύο κόλπους της καρδιάς. Η εστία αυτή, συνήθως έχει μία συχνότητα εκπομπής ερεθισμάτων περισσότερο από 100 το λεπτό και κάνει την καρδιά να συστέλλεται με ανάλογο τρόπο. Η υψηλή αυτή συχνότητα καταστέλλει τον φυσιολογικό βηματοδότης καρδιάς της καρδιάς, δηλαδή τον φλεβόκομβο, ο οποίος πια υπερκαλύπτεται από την υψηλή συχνότητα της κολπικής ταχυκαρδίας και σιγεί. Για να επανεμφανιστεί ο φυσιολογικός ρυθμός που προέρχεται από το φλεβόκομβο, πρέπει η κολπική ταχυκαρδία να σταματήσει.

Μηχανισμός

Η κολπική ταχυκαρδία μπορεί να παράγεται με 2 μηχανισμούς:
⦁ Εστιακή προέλευση: Η ταχυκαρδία προέρχεται από μία μικρή περιοχή του δεξιού ή του αριστερού κόλπου, που διεγείρεται με μεγάλη συχνότητα
⦁ Μηχανισμός επενεισόδου: Η ταχυκαρδία παράγεται από την συνεχόμενη και γρήγορη περιστροφή του ηλεκτρικού ερεθίσματος γύρω από ένα διακριτό κύκλωμα. Αυτή η ταχεία διέγερση και το υπόλοιπο κολπικό μυοκάρδιο (βλ. Βίντεο)

Συμπτώματα

τα συμπτώματα της κολπικής ταχυκαρδίας είναι παρόμοια με των άλλων υπερκοιλιακών ταχυκαρδιών και περιλαμβάνουν:
⦁ αίσθημα παλμών
⦁ ζάλη
⦁ αδυναμία
⦁ αίσθημα δύσπνοιας
⦁ μειωμένη αντοχή στην κόπωση
⦁ θωρακικά ενοχλήματα

Αίτια

Σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνει σε άτομα με φυσιολογική καρδιά, χωρίς κάποιο τουλάχιστον εμφανές, ακόμα και μετά από τη διαγνωστική διερεύνηση, καρδιολογικό πρόβλημα. Σε αντίθεση με την κολπική μαρμαρυγή, η κολπική ταχυκαρδία σπανίως εμφανίζεται στην οξεία φάση καρδιολογικών προβλημάτων ή στην φάση επιδείνωσης είδη γνωστών καρδιολογικών νόσων.

Στους αιτιολογικούς παράγοντες της κολπικής ταχυκαρδίας μπορεί να περιλαμβάνονται οι κάτωθι καταστάσεις:
⦁ Η κολπική ταχυκαρδία μπορεί να οφείλεται σε νέκρωση και δημιουργία ουλής σε κάποιο σημείο του κολπικού μυοκαρδίου, η οποία να έχει προέλθει από κάποια ιογενή λοίμωξη ή μυοκαρδίτιδα που είχε συμβεί στο παρελθόν. Η ουλή αυτή, δίνει το έδαφος για δημιουργία κυκλωμάτων επανεισόδου.
⦁ Σε ασθενείς μετά από χειρουργική επέμβαση καρδιάς, λόγω των χειρουργικών παρεμβάσεων που έχουν γίνει στους κόλπους
⦁ Σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή που λαμβάνουν αντιαρρυθμικά φάρμακα (αμιωδαρόνη, σοταλόλη, προπαφαινόνη, φλεκαϊνίδη) μπορεί η κολπική μαρμαρυγή να μετατραπεί σε κολπική ταχυκαρδία. Εάν μάλιστα δεν έχει δοθεί κάποιο φάρμακο πού να επιβραδύνει την κολποκοιλιακή αγωγή, η ταχεία διέγερση των κόλπων μπορεί, μέσω του κολποκοιλιακού κόμβου, να μεταφερθεί στις κοιλιές, με αποτέλεσμα μία ταχυκαρδία με συχνότητα πολύ υψηλότερη της κολπικής μαρμαρυγής.
⦁ Κολπική ταχυκαρδία μπορεί να συμβεί και σε ασθενείς μετά από κατάλυση κολπικής μαρμαρυγής είναι συνήθως μία επίμονη ταχυκαρδία η οποία χρειάζεται να αντιμετωπιστεί εκ νέου με κατάλυση.

Διάγνωση

Η διάγνωση της κολπικής ταχυκαρδίας γίνεται από το ηλεκτροκαρδιογράφημα η από το holter ρυθμού. Μερικές φορές στο ηλεκτροκαρδιογράφημα η κολπική ταχυκαρδία έχει την ίδια εμφάνιση με άλλες υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες όπως η κομβική ταχυκαρδία επανεισόδου (ΑVΝRΤ) και κάποιες ταχυκαρδίες με συμμετοχή παραπληρωματικού δεματίου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, λεπτές ηλεκτροκαρδιογραφικές διαφορές, που αναγνωρίζονται εκ της εμπειρίας, μπορεί να μας δώσουν την απάντηση. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει δυσκολία στη διάγνωση, καθώς τα επεισόδια της ταχυκαρδίας διαρκούν για λίγο και δεν προλαβαίνουν να καταγραφούν στο ηλεκτροκαρδιογράφημα. Το ηλεκτροκαρδιογράφημα που γίνεται εκ των υστέρων, όταν το επεισόδιο έχει σταματήσει, δείχνει φυσιολογικό. Οι υπόλοιπες εξετάσεις μπορεί επίσης να δείχνουν φυσιολογικές και επομένως ο μόνος τρόπος υποψίας είναι το ιστορικό του αρρώστου. Ο πιο συχνός ηλεκτροκαρδιογραφικός έλεγχος, η άμεση διενέργεια ηλεκτροκαρδιογραφήματος με την έναρξη του επεισοδίου και σπανιότερα επεμβατικές διαγνωστικές διαδικασίες όπως η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη μπορούν να αποκαλύψουν τη διάγνωση. Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη είναι η εξέταση η οποία θα θέσει επακριβώς τη διάγνωση και θα εντοπίσει την εστία του προβλήματος. Όταν δε, αποφασίζεται να διενεργηθεί, θα πρέπει το ηλεκτροφυσιολογικό εργαστήριο να είναι παράλληλα προετοιμασμένο και για την άμεση διενέργεια θεραπείας με κατάλυση (ablation).

Πρόγνωση

Η κολπική ταχυκαρδία είναι μία διαταραχή ρυθμού η οποία δεν είναι απειλητική για τη ζωή. Ωστόσο, οι ασθενείς μπορεί να βιώνουν έντονα συμπτώματα που να τους γεμίζουν ανησυχία. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζεται. Άλλες φορές πάλι, ευτυχώς όχι τόσο συχνά, ο γρήγορος καρδιακός ρυθμός δημιουργεί αδυναμία στον καρδιακό μυ και η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια που ονομάζεται «ταχυμυοκαρδιοπάθεια». Και σε αυτές τις περιπτώσεις η δραστική αντιμετώπιση είναι επιβεβλημένη.

Αντιμετώπιση

Η θεραπεία των ασθενών με κολπική ταχυκαρδία εξαρτάται από τη συχνότητα των επεισοδίων, την παρουσία και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, αλλά και την επίδραση της κολπικής ταχυκαρδίας στη γενικότερη κατάσταση του καρδιαγγειακού συστήματος.

Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις μπορεί να στοχεύουν:
⦁ στο σταμάτημα (ανάταξη) των συμπτωματικών επεισοδίων
⦁ στην εξομάλυνση του καρδιακού ρυθμού
⦁ στην κατά το δυνατόν μόνιμη αποκατάσταση του φυσιολογικού ρυθμού

Οι στόχοι αυτοί μπορούν να επιτευχθούν:
⦁ με φαρμακευτική θεραπεία
⦁ με κατάλυση (ablation)

Οι φαρμακευτικοί παράγοντες που χορηγούνται για την εξομάλυνση του καρδιακού ρυθμού, δηλαδή τη μείωση της καρδιακής συχνότητας, ενώ η κολπική ταχυκαρδία παραμένει, περιλαμβάνουν: β-αποκλειστές, αναστολείς διαύλων ασβεστίου και λιγότερο συχνά διγοξίνη (Digoxin).

Στους φαρμακευτικούς παράγοντες που χορηγούνται για να αποτρέψουν τη δημιουργία επεισοδίων, αλλά και για να σταματήσουν κάποιο εν εξελίξει επεισόδιο, περιλαμβάνονται τα αντιαρρυθμικά φάρμακα: αμιωδαρόνη, σοταλόλη, προπαφαινόνη φλεκαϊνίδη. Το ποιο φάρμακο θα είναι τελικά αποτελεσματικό δεν είναι εξ αρχής γνωστό και ούτε μπορεί να προβλεφθεί με κάποια εξέταση ή δοκιμασία. Μερικές φορές χρειάζονται αρκετές προσπάθειες μέχρι να βρεθεί, εάν βρεθεί, το φάρμακο που αποτελεσματικά θα εξαλείψει τα επεισόδια.

Οι ασθενείς μπορεί να ανακουφιστούν από τα συμπτώματα και με τους δύο προαναφερθέντες τρόπους.

Σε πολλές περιπτώσεις τα αντιαρρυθμικά φάρμακα είναι αναποτελεσματικά, αδυνατούν να περιορίσουν τα συμπτώματα στον επιθυμητό βαθμό ή προκαλούν δυσανεξία και ανεπιθύμητες ενέργειες. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κατάλυση μπορεί να δώσει ριζική και μόνιμη λύση.

Συνήθως, οδηγούμαστε στην κατάλυση όταν έχει αποτύχει η φαρμακευτική αγωγή, όταν υπάρχουν παρενέργειες από τη φαρμακευτική αγωγή ή όταν ο ασθενής δεν επιθυμεί καθόλου να παίρνει φάρμακα επί μακρό χρονικό διάστημα.

2018-06-27T22:09:16+00:00