Κοιλιακή ταχυκαρδία

Τι είναι;

Η κοιλιακή ταχυκαρδία είναι ένας γρήγορος ρυθμός με περισσότερους από 100 παλμούς το λεπτό που προέρχεται από τις κοιλιές της καρδιάς. Ο ρυθμός αυτός, όσο υφίσταται, υπερκαλύπτει το φυσιολογικό (φλεβοκομβικό) ρυθμό και επιβάλει μία γρήγορη, αλλά όχι τόσο αποτελεσματική καρδιακή λειτουργία. Οι κοιλιακές ταχυκαρδίες αποτελούν την πιο επικίνδυνη διαταραχή του καρδιακού ρυθμού για αυτό και χρειάζονται άμεση και επισταμένη αντιμετώπιση.

Ανάλογα με το αν υπάρχει ή όχι κάποια παθολογική κατάσταση που τις προκαλεί, οι κοιλιακές ταχυκαρδίες διακρίνονται σε 3 μεγάλες κατηγορίες:

  • Κοιλιακές ταχυκαρδίες σε ασθενείς με δομική καρδιακή νόσο
  • Κοιλιακές ταχυκαρδίες σε ασθενείς χωρίς εμφανή συνυπάρχουσα παθολογική κατάσταση ή ιδιοπαθείς κοιλιακές ταχυκαρδίες
  • Κοιλιακές ταχυκαρδίες σε ασθενείς με κληρονομούμενα αρρυθμικά σύνδρομα

Κοιλιακές ταχυκαρδίες σε ασθενείς με δομική καρδιακή νόσο

Όταν μιλάμε για δομική καρδιακή νόσο ή δομική καρδιοπάθεια εννοούμε οποιαδήποτε κατάσταση μπορεί να διαταράξει τη φυσιολογική καρδιακή ανατομία και δομή προκαλώντας συνήθως προβλήματα και στην καρδιακή λειτουργία.

Έτσι, για παράδειγμα, οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, είτε αυτή οφείλεται σε ισχαιμία, πχ. παλαιό έμφραγμα, (ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια) ή σε άλλες αιτίες (μη ισχαιμική ή διατατική μυοκαρδιοπάθεια), έχουν κυρίως στην αριστερή κοιλία περιοχές ουλοποίησης του καρδιακού μυός (μυοκαρδίου). Αυτές οι περιοχές των ουλών, εκτός από την ελαττωματική συνεισφορά τους στην καρδιακή συστολή, για αυτό άλλωστε υπάρχει και καρδιακή ανεπάρκεια, είναι αρκετές φορές και η αιτία της δημιουργίας κοιλιακών ταχυκαρδιών.

Μηχανισμός κοιλιακών ταχυκαρδιών

Από αυτές οι περιοχές ουλής και ίνωσης, όταν διέρχεται το ηλεκτρικό καρδιακό ερέθισμα, παρουσιάζει μία μικρή καθυστέρηση σε σχέση με γειτονικά, υγιή τμήματα της τάξης λίγων χιλιοστών του δευτερολέπτου (60-100 milli-seconds). Αυτή η φαινομενικά μικρή καθυστέρηση, δίνει το χρόνο να ξαναδιεγερθούν, πολύ πιο σύντομα από ότι θα έπρεπε, γειτονικές τους περιοχές. Αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε ένα αέναο κύκλωμα γρήγορης περιστροφής του ερεθίσματος γύρω από ένα κύκλωμα, το οποίο παράγει μία ταχυκαρδία με ρυθμό 130 με 250 παλμούς το λεπτό. Το κύκλωμα αυτό ονομάζεται κύκλωμα επανεισόδου και είναι ο βασικότερος μηχανισμός δημιουργίας κοιλιακής ταχυκαρδίας σε ασθενείς με δομική καρδιακή νόσο.
Επιπρόσθετα στον μηχανισμό επανεισόδου, ένα υπόστρωμα που ήδη υπάρχει εκ της καρδιακής νόσου, και άλλοι παράγοντες όπως:

  • οξεία ισχαιμία
  • περαιτέρω επιδείνωση της καρδιακής νόσου και λειτουργίας
  • ηλεκτρολυτικές διαταραχές
  • βλαπτική επίδραση φαρμάκων
  • υπερεπίδραση του αυτόνομου νευρικού συστήματος

μπορεί να συντελέσουν στην πρόκληση κοιλιακών ταχυκαρδιών.

Όσο περισσότεροι παράγοντες «συνωμοτούν» για να προκληθεί κοιλιακή ταχυκαρδία τόσο περισσότερο επικίνδυνη, ακόμα και μοιραία, μπορεί αυτή να αποδειχθεί.

Κοιλιακές ταχυκαρδίες μπορεί να προέλθουν τόσο από την αριστερή όσο και από τη δεξιά κοιλία. Ασθενείς, για παράδειγμα, με καρδιακή ανεπάρκεια από ισχαιμική ή διατατική μυοκαρδιοπάθεια κάνουν συνήθως κοιλιακές ταχυκαρδίες από την αριστερή κοιλία, ενώ ασθενής με αρρυθμιογόνο μυοκαρδιοπάθεια της δεξιάς κοιλίας κάνουν κοιλιακές ταχυκαρδίες από τη δεξιά κοιλία.

Είδη κοιλιακών ταχυκαρδιών

  • Μονόμορφη κοιλιακή ταχυκαρδία: Ο καρδιακός ρυθμός που προκύπτει από την κοιλιακή ταχυκαρδία είναι γρήγορος και ρυθμικός και συνήθως μπορεί να εξασφαλίσει μία στοιχειώδη καρδιακή λειτουργία, αν και αυτό είναι δύσκολο να γίνει για πολύ ώρα σε ασθενείς με σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια.
  • Πολύμορφη κοιλιακή ταχυκαρδία: Ο καρδιακός ρυθμός είναι γρήγορος και άρρυθμος με διαφορές από συστολή σε συστολή. Η καρδιακή λειτουργία επιβαρύνεται σε σημαντικό βαθμό, επέρχεται απώλεια των αισθήσεων και εάν η ταχυκαρδία δεν σταματήσει ή δεν αποκατασταθεί με ιατρική παρέμβαση μπορεί να εξελιχθεί σε κοιλιακή μαρμαρυγή και θάνατο.
  • Κοιλιακή μαρμαρυγή: Πρόκειται για την σοβαρότερη μορφή κοιλιακής ταχυαρρυμίας, όπου ο ρυθμός είναι τόσο γρήγορος, χαώδης και άρρυθμος που, επί της ουσίας, δεν επιτελείται καρδιακή συστολή. Εάν δεν αποκατασταθεί άμεσα ο θάνατος επέρχεται μέσα σε ελάχιστα λεπτά.

Επίσης, οι κοιλιακές ταχυκαρδίες μπορεί να διακριθούν ανάλογα με τη διάρκειά τους. Ταχυκαρδίες οι οποίες διαρκούν ελάχιστα δευτερόλεπτα και δεν προκαλούν συμπτώματα στον ασθενή ονομάζονται μη εμμένουσες κοιλιακές ταχυκαρδίες. Αντίθετα, ταχυκαρδίες που διαρκούν περισσότερο από 30 δευτερόλεπτα ή προκαλούν σοβαρά συμπτώματα ονομάζονται εμμένουσες κοιλιακές ταχυκαρδίες.

Συμπτώματα

Η επέλευση ενός επεισοδίου κοιλιακής ταχυκαρδίας σε ασθενή με δομική καρδιακή νόσο συνήθως γίνεται αισθητή με έντονα συμπτώματα. Όσο σοβαρότερη είναι η δομική καρδιακή διαταραχή, όσο γρηγορότερος και ακανόνιστος είναι ο καρδιακός ρυθμός, τόσο τα συμπτώματα είναι εντονότερα. Γενικώς, μπορεί να παρατηρηθούν:

  • αίσθημα παλμών
  • έντονη ζάλη
  • αδυναμία
  • δύσπνοια
  • στηθάγχη
  • λιποθυμία – συγκοπή
  • θάνατος

Διάγνωση

Η διάγνωση της κοιλιακής ταχυκαρδίας γίνεται τυπικά από το ηλεκτροκαρδιογράφημα. Εάν είναι διαλείπουσα πιθανόν χρειάζονται μέθοδοι συνεχούς ηλεκτροκαρδιογραφικής καταγραφής όπως το Holtrer ρυθμού ή το εμφυτεύσιμο Ηolter. Σε ασθενή με βηματοδότη ή απινιδωτή η διάγνωση μπορεί να γίνει με ανάσυρση του επεισοδίου από τη μνήμη της συσκευής.

Αντιμετώπιση

Η αντιμετώπιση στρέφεται:

  • στην οξεία αντιμετώπιση του συγκεκριμένου επεισοδίου κοιλιακής ταχυκαρδίας και
  • την γενικότερη αντιμετώπιση του ασθενούς με κοιλιακή ταχυκαρδία

Αναφορικά στην οξεία αντιμετώπιση, αυτή συνήθως γίνεται σε νοσοκομειακό περιβάλλον. Εάν η κοιλιακή ταχυκαρδία είναι γενικώς ανεκτή, μπορεί να χρησιμοποιηθούν φαρμακευτικοί παράγοντες για την οξεία ανάταξη. Συνηθέστερα όμως, επειδή η σοβαρή κατάσταση του ασθενούς επιβάλλει την γρήγορη και άμεση αντιμετώπιση, επιχειρείται ηλεκτρική ανάταξη μέσω απινιδωτή (καρδιομετατροπή ή απινίδωση).

Η γενικότερη αντιμετώπιση των ασθενών που έχουν υποστεί επεισόδια κοιλιακής ταχυκαρδίας πρέπει να στρέφεται σε:

  • Βασικά μέτρα για την αντιμετώπιση της υποκείμενης καρδιακής νόσου: Όπως αναφέραμε, η επιδείνωση εν γένει της καρδιακής λειτουργίας σε άτομα με γνωστή καρδιακή νόσο, μπορεί να είναι ένας παράγοντας πρόκλησης επεισοδίων κοιλιακών ταχυκαρδιών. Επομένως, θα πρέπει η υποκείμενη καρδιακή νόσος να θεραπεύεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πχ. σε ασθενείς με ισχαιμία να διενεργείται επαναιμάτωση με αγγειοπλαστική ή bypass.
  • Προσπάθεια μείωσης ή κατά το δυνατόν, μη επανεμφάνισης των επεισοδίων. Εδώ μπορεί να βοηθήσουν ή συντηρητική αγωγή με φάρμακα και αν, παρά ταύτα, τα επεισόδια κοιλιακής ταχυκαρδίας συνεχίζουν να υφίστανται, διενέργεια επέμβαση κατάλυσης (ablation). Στη φαρμακευτική αγωγή οι συνηθέστερα χορηγούμενοι φαρμακευτικοί παράγοντες περιλαμβάνουν τους β-αποκλειστές και την αμιωδαρόνη. Η κατάλυση είναι συνήθως αποτελεσματική εκεί που τα φάρμακα αποτυγχάνουν. Πρέπει όμως, να γίνεται από έμπειρα κέντρα με τον κατάλληλο τεχνολογικό εξοπλισμό και την απαραίτητη εμπειρία και τεχνογνωσία.
  • Προσπάθεια αποτροπής των κινδύνων και των δυσμενών συνεπειών εάν το επεισόδιο ξαναεμφανιστεί. Τα μέτρα που αναφέρθηκαν στην ανωτέρω παράγραφο μπορεί να λειτουργήσουν στην πρόληψη των επεισοδίων κοιλιακής ταχυκαρδίας, όμως δεν μπορούν να εγγυηθούν και την μη επανεμφάνισή τους. Δεδομένου ότι αυτή η επανεμφάνιση μπορεί να προκαλέσει οδυνηρές συνέπειες, μέχρι και θάνατο, πρέπει να είμαστε εξασφαλισμένοι και για αυτό το ενδεχόμενο. Αυτό επιτυγχάνεται με την εμφύτευση ειδικών συσκευών, που μοιάζουν με τους απλούς βηματοδότες, των εμφυτεύσιμων απινιδωτών. Οι συσκευές αυτές τοποθετούνται στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα στην περιοχή κάτω από την κλείδα, δεν είναι εμφανής εξωτερικά και έχουν την ικανότητα να ανιχνεύουν τον καρδιακό ρυθμό. Όταν καταλάβουν ότι ξεκίνησε ένα τέτοιο επικίνδυνο επεισόδιο κοιλιακής ταχυκαρδίας, μπορεί να λειτουργούν άμεσα για να το σταματήσουν είτε δίνοντας μικρά ηλεκτρικά ερεθίσματα είτε ένα ηλεκτρικό σοκ. (για περισσότερες πληροφορίες βλ. απινιδωτές)

Κοιλιακές ταχυκαρδίες σε ασθενείς χωρίς εμφανή συνυπάρχουσα παθολογική κατάσταση ή ιδιοπαθείς κοιλιακές ταχυκαρδίες

Οι κοιλιακές ταχυκαρδίες που συμβαίνουν σε ασθενείς χωρίς δομική καρδιακή νόσο ή ιδιοπαθείς κοιλιακές ταχυκαρδίες έχουν συνήθως καλοήθη πρόγνωση. Μπορεί να προέρχονται από διάφορες περιοχές των κοιλιών της καρδιάς, όμως, η πιο συνηθισμένη θέση είναι ο χώρος εξόδου της δεξιάς ή της αριστερής κοιλίας πρόκειται για τις περιοχές που οι δύο κοιλίες εξωθούν το αίμα προς την πνευμονική αρτηρία και την αορτή αντίστοιχα.

Μηχανισμός

Σε αντίθεση με τις κοιλιακές ταχυκαρδίες σε ασθενείς με δομική καρδιακή νόσο, που οφείλονται σε μηχανισμό κυκλωμάτων επανεισόδου, οι ιδιοπαθείς κοιλιακές ταχυκαρδίες προέρχονται συνήθως από μία μικρή, συνήθως σταθερή, περιοχή του μυοκαρδίου που προκαλεί γρήγορες διεγέρσεις του καρδιακού μυός επισκιάζοντας, για όσο χρόνο υφίσταται, τον φυσιολογικό ρυθμό.

Είδη ιδιοπαθών κοιλιακών ταχυκαρδιών

Τα είδη των ιδιοπαθών κοιλιακών ταχυκαρδιών καθορίζονται από την ανατομική θέση προέλευσής τους. Οι συνηθέστερες εντοπίσεις είναι οι κάτωθι:
Χώρος εξόδου της δεξιάς κοιλίας.
Αποτελεί τη συχνότερη θέση εντόπισης ιδιοπαθών κοιλιακή ταχυκαρδία (60-70%). Ο χώρος εξόδου της δεξιάς αλλά και της αριστερής κοιλίας έχει διαφορετική εμβρυολογικη προέλευση από το υπόλοιπο μυοκάρδιο των κοιλιών και για αυτό το λόγο έχει μεγαλύτερη επιρρέπεια στο να παρουσιάζει κοιλιακές αρρυθμίες.
Αορτική ρίζα και χώρος εξόδου της αριστερής κοιλίας
Έχουν την ίδια κλινική εικόνα και εν γένει κλινική εμφάνιση με τις ταχυκαρδίες από το χώρο εξόδου της δεξιάς κοιλίας, διαφέρουν όμως στο σημείο εντόπισης της εστίας, κάτι που παίζει ρόλο στον σχεδιασμό της επεμβατικής θεραπείας με κατάλυση.
Δεσμιδικές κοιλιακές ταχυκαρδίες από το οπίσθιο ή το πρόσθιο ημισκέλος
Το οπίσθιο και το πρόσθιο ημισκέλος είναι τα δύο παρακλάδια του αριστερού σκέλους (βλ. το ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς). Στα ακροτελεύτια άκρα των δύο αυτών ημισκελών υπάρχουν περαιτέρω διακλαδώσεις, που δημιουργούν το δίκτυο των ινών Purkinje. Οι δεσμιδικές κοιλιακές ταχυκαρδίες είναι αποτέλεσμα κυκλωμάτων επανεισόδου που συμβαίνουν ακριβώς σε αυτό το δίκτυο, συνηθέστερα του οπισθίου (85-90%) και λιγότερο συχνά του προσθίου ημισκέλους (10-15%).
Θηλοειδείς μύες της αριστερής κοιλίας
Οι θηλοειδείς μύες είναι οι δύο μύες που συγκρατούν και κινούν τις δύο γλωχίνες (πέταλα) της μιτροειδούς βαλβίδας. Οι αρρυθμίες που προέρχονται από αυτές τις περιοχές, έχουν εστιακό μηχανισμό και όχι μηχανισμό επανεισόδου όπως οι πολύ γειτονικές τους δεσμιδικές κοιλιακές ταχυκαρδίες.
Κολποκοιλιακοί δάκτυλοι μιτροειδικός ή τριγλωχινικός
Οι δακτύλιοι που περιβάλλουν τη μιτροειδή και την τριγλώχινα βαλβίδα οι οποίες χωρίζουν τον αριστερό και δεξιό κόλπο, αντίστοιχα, από την σύστοιχη κοιλιά.
Αορτο-μιτροειδική ασυνέχεια
Είναι η περιοχή ανάμεσα στην αορτική και την μιτροειδή βαλβίδα
Σπανιότερες θέσεις (επικάρδιο, μείζων καρδιακή φλέβα, μέση καρδιακή φλέβα, πνευμονική αρτηρία)

Συμπτώματα

Οι ιδιοπαθείς κοιλιακές ταχυκαρδίες προκαλούν συμπτώματα αισθήματος παλμών ανάλογα με αυτά των υπερκοιλιακών ταχυκαρδιών, όπως αίσθημα παλμών, εύκολη κόπωση, αδυναμία, ζάλη κα. Γενικώς, τα συμπτώματα είναι ηπιότερα από αυτά που εμφανίζονται σε ασθενείς με εμμένουσα κοιλιακή ταχυκαρδία και δομική καρδιακή νόσο, διότι είναι φυσικό ότι μία φυσιολογική καρδιά μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στη δυσκολία που της επιφέρει ο γρήγορος ρυθμός της κοιλιακής ταχυκαρδίας.

Η αρρυθμική δραστηριότητα μπορεί να παρουσιάζεται με τη μορφή εμμένουσας κοιλιακής ταχυκαρδίας που χρειάζεται μετάβαση στο νοσοκομείο για θεραπευτική παρέμβαση ή συχνότερα με επεισόδια που έχουν άλλοτε άλλη διάρκεια και αυτοτερματίζονται. Τα επεισόδια μπορεί να διαρκούν από λίγα δευτερόλεπτα έως μερικά λεπτά.

Ακόμα, οι ασθενείς που κάνουν επεισόδια κοιλιακής ταχυκαρδίας μπορεί άλλες φορές να έχουν έκτακτες κοιλιακές συστολές οι οποίες συνήθως προέρχονται από την ίδια εστία με αυτήν της κοιλιακής ταχυκαρδίας.

Σε αρκετές περιπτώσεις οι ασθενείς με ιδιοπαθή κοιλιακή ταχυκαρδία είναι ασυμπτωματικοί.

Διάγνωση

Η διάγνωση γίνεται τυπικά από το ηλεκτροκαρδιογράφημα ή από μεθόδους συνεχούς ηλεκτροκαρδιογραφικής καταγραφής (Holter ρυθμού). Η προσεκτική ανάγνωση του ηλεκτροκαρδιογραφήματος 12 απαγωγών μπορεί να ξεχωρίσει εάν πρόκειται για κοιλιακή ταχυκαρδία για κάποια είδη υπερκοιλιακών ταχυκαρδιών που εμφανίζονται με αποκλεισμό του δεξιού ή του αριστερού σκέλους και έχουν μια παρόμοια με τις κοιλιακές ταχυκαρδίες ηλεκτροκαρδιογαφική εμφάνιση. Επίσης, η εμφάνιση της κοιλιακής ταχυκαρδίας στο πλήρες ηλεκτροκαρδιογράφημα 12 απαγωγών είναι ενδεικτική για τη θέση προέλευσής της. Αυτό μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στο σχεδιασμό και τη διενέργεια της επεμβατικής θεραπείας με κατάλυση. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει πάντα να διενεργείται και να φυλάσσεται το ηλεκτροκαρδιογράφημα 12 απαγωγών που έγινε κατά την διάρκεια του επεισοδίου της ταχυκαρδίας.

Όταν η κοιλιακή ταχυκαρδία πρωτοεμφανίζεται σε άτομο το οποίο προηγουμένως δεν έχει ελεγχθεί ιατρικά, θα πρέπει να ακολουθείτε ένας γενικότερος καρδιολογικός έλεγχος για την αποκάλυψη κάποιας πιθανής καρδιολογικής νόσου.

Αντιμετώπιση

Συνήθως, το σταμάτημα των επεισοδίων εάν δεν γίνεται αυτόματα, από μόνο του και χρειάζεται μετάβαση στο νοσοκομείο είναι εύκολη υπόθεση και μπορεί να γίνει κυρίως με φαρμακευτικούς παράγοντες.

Οι ασυμπτωματικοί ασθενείς δεν χρειάζονται κάποια ιδιαίτερη θεραπεία, παρά μόνο παρακολούθηση. Εξαίρεση αποτελούν οι ασθενείς στους οποίους η κοιλιακή ταχυκαρδία είναι τόσο συχνή που έχει προκαλέσει κόπωση και αδυναμία στον καρδιακό μυ, μια κατάσταση που ονομάζεται ταχυμυοκαρδιοπάθεια, οπότε η αντιμετώπιση είναι επιβεβλημένη. Πολλές φορές η παρουσία ταχυμυοκαρδιοπάθειας, που όπως είπαμε έχει προέλθει από την κοιλιακή ταχυκαρδία, μπορεί να μπερδέψει το διαγνωστικό έλεγχο και να θεωρηθεί αυτή ως η πρωτοπαθής δομική καρδιακή δυσλειτουργία που προκάλεσε την κοιλιακή ταχυκαρδία. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνεται τελικά εκ του αποτελέσματος, καθώς με την θεραπεία της κοιλιακής ταχυκαρδίας η ταχυμυοκαρδιοπάθεια επανέρχεται πλήρως, ενώ μια προϋπάρχουσα της ταχυκαρδίας δομική καρδιακή νόσος παραμένει.

Σε ασθενείς που έχουν συμπτώματα από την ταχυκαρδία, η απλή διαβεβαίωση ότι δεν διατρέχουν κίνδυνο, πιθανόν δεν είναι αρκετή, καθώς τα συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι ιδιαιτέρως ενοχλητικά.

Μπορεί να χορηγηθεί:
Φαρμακευτική θεραπεία
Συνήθως τα φάρμακα που δίνονται αρχικά είναι οι β-αποκλειστές και οι αναστολείς των διαύλων ασβεστίου (βεραπαμίλη, διλτιαζέμη). Ωστόσο η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων αυτών είναι πολύ περιορισμένη. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν και τυπικά αντιαρρυθμικά φάρμακα (προπαφαινόνη, φλεκαϊνίδη, σοταλόλη, αμιώδαρόνη). Γενικώς όμως, η φαρμακευτική θεραπεία έχει μειωμένη αποτελεσματικότητα και κυρίως μπορεί να δημιουργεί προβλήματα όπως βραδυκαρδία και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες που συνήθως δεν είναι ανεκτές από τους ασθενείς που ως επί το πλείστον είναι νέα και δραστήρια άτομα.
Κατάλυση (ablation)
Η κατάλυση είναι σαφώς πιο αποτελεσματική από τη φαρμακευτική θεραπεία, εξασφαλίζει μόνιμη θεραπεία, χωρίς την ανάγκη μακροχρόνιας λήψης φαρμακευτικής αγωγής, έχει υψηλό ποσοστό επιτυχίας και γενικώς είναι ασφαλής επέμβαση. Πολλές φορές η κατάλυση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν θεραπεία πρώτης εκλογής, πριν δηλαδή, ξεκινήσει κάποια φαρμακευτική αγωγή. (για περισσότερες πληροφορίες βλ. κατάλυση κοιλιακής ταχυκαρδίας)

Κοιλιακές ταχυκαρδίες σε ασθενείς με κληρονομούμενα αρρυθμικά σύνδρομα

Τα κληρονομούμενα πρωτοπαθή αρρυθμικά σύνδρομα ή καναλοπάθειες ή ηλεκτρικά νοσήματα της καρδιάς είναι μία κατηγορία γενετικών νόσων που περιλαμβάνουν το σύνδρομο Brugada, το σύνδρομο μακρού QT ή Long QT syndrome, το σύνδρομο βραχέος QT ή Short QT syndrome, το σύνδρομο της πρώιμης επαναπόλωσης και την κατεχολαμινεργική πολύμορφη κοιλιακή ταχυκαρδία ή CPVT και μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές για τη ζωή κοιλιακές αρρυθμίες χωρίς να υπάρχει κάποια δομική καρδιακή δυσλειτουργία (για περισσότερες πληροφορίες βλ. κληρονομούμενα αρρυθμικά σύνδρομα)

2018-06-27T22:11:56+00:00